ἐνδιαπλέκω

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδιαπλέκω: διαπλέκω ἔν τινι, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 404Α.

Spanish (DGE)

entrelazar, entremezclar ἄμπελον τὴν τοῖς ἀλλοτρίοις κλάδοις τοὺς ἰδίους ἐνδιαπλέκουσαν Gr.Nyss.Hom.in Eccl.332.13.