ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
ἐνζήτησις: ἡ, = ζήτησις, Ὠριγέν. Ι. 761Β.
-εως, ἡ investigación Origenes Cels.1.55 (var.).