ἐξουθένησις

German (Pape)

[Seite 888] ἡ, Verachtung, Schol. Ar. Pax 213.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξουθένησις: -εως, ἡ, περιφρόνησις, μνημονεύεται ἐκ τῶν εἰς Ἀριστοφ. Εἰρήν. Σχολ.· - ὡσαύτως ἐξουθένωσις, Λεόντ. Κύπρ. 1692C.

Greek Monolingual

ἐξουθένησις (AM)
περιφρόνηση, εξευτελισμός.