ἐπίβλητος

English (LSJ)

ἐπίβλητον,
A put upon, Sm.Ez.27.20.
II. imposed, levied, Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίβλητος: -ον, ὁ ἐπιβληθείς, πρόσθετος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ἐπίβλητος, -ον (Μ)
ο πρόσθετος.