ἐπαναγκαστικός

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰναγκαστικός Medium diacritics: ἐπαναγκαστικός Low diacritics: επαναγκαστικός Capitals: ΕΠΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epanankastikós Transliteration B: epanankastikos Transliteration C: epanagkastikos Beta Code: e)panagkastiko/s

English (LSJ)

ἐπαναγκαστική, ἐπαναγκαστικόν, coercive, potent, PMag.Par.1.2567.

Spanish

que obliga, que coacciona, fórmulas coactivas , prácticas coactivas

Greek Monolingual

ἐπαναγκαστικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που έχει δύναμη ώστε να αναγκάζει, να επιβάλλεται
2. καταναγκαστικός.

Léxico de magia

-όν 1 que obliga o que coacciona de dioses διακόνησόν μοι πρὸς τὴν δεῖνα, πρίν σοι ἐπαναγκαστ<ικ>οὺς θεοὺς ἐνέγκω sírveme contra fulana, antes de que te traiga a los dioses que coaccionan P LXI 11 de una ofrenda τῇ δὲ τριταίᾳ μετὰ τοῦ ἐπανάγκου καὶ τὸ ἐπίθυμα τὸ ἐπαναγκαστικόν en el tercer día, junto con la fórmula coactiva también la ofrenda que coacciona P IV 2677 2 subst. plu. οἱ ἐ. fórmulas coactivas o prácticas coactivas τούτῳ ἐπὶ τῶν ἐπαναγκαστικῶν χρῶ esto úsalo en prácticas coactivas P IV 2567 κατόχων ἐπαναγκαστικοί fórmulas coactivas de prácticas de control P VII 394