ἐπαναδιπλόω
From LSJ
English (LSJ)
repeat yet again, Arist.Pr.910b25, Gal.15.879:—Pass., to be repeated, Arist. APr.49a11, Metaph.1003b28.
German (Pape)
[Seite 899] = ἐπαναδιπλασιάζω, Arist. Metaph. 3, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαναδιπλόω: πάλιν ἐκ νέου ἐπαναλαμβάνω, Ἀριστ. Προβλ. 15. 3: - Παθ., ἐπαναλαμβάνομαι, ἐπαναλέγομαι, ὁ αὐτὸς ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 38, 1, Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 2, 7.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαναδιπλόω: удваивать, повторять Arst.: τὸ ἐπαναδιπλούμενον Arst. удвоение, повторение.