ἐπανακάμπτω

English (LSJ)

intr., come back again, ἐπὶ τὴν ἀρχήν Arist.Pr.916a32: abs., bend back, of ducts or veins, Id.HA510a21,514a11; return, Aq., Sm., Thd.Is.35.10.

German (Pape)

[Seite 900] zurückbiegen, -kehren, Arist. H. A. 3, 1 u. öfter; Philippds. bei B. A. 92.

Russian (Dvoretsky)

ἐπανακάμπτω:
1 загибаться назад (φλὲψ ἐπανακάμψασα Arst.);
2 возвращаться (ἐπὶ τὴν ἀρχήν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανακάμπτω: ἀμεταβ., ἐπανέρχομαι, ὑποστρέφω, ἐπὶ τὴν ἀρχὴν Ἀριστ. Προβλ. 17· 3· ἀπολ., ὁ αὐτὸς π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 15., 3. 3, 21.

Greek Monolingual

(AM ἐπανακάμπτω)
1. επανέρχομαι, επιστρέφω, ξαναγυρίζω
2. ξαναφέρνω στο νου πάλι, θυμίζω
μσν.
ξαναγυρίζω στα παλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα-κάμπτω «στρέφω προς τα πίσω»].