ἐπιπλανάομαι
From LSJ
English (LSJ)
= ἐπιπλάζομαι, γῆν Democr.[299]; δακρύων τοῖς ὄμμασιν ἐπιπλανωμένων Hld.7.17, cf. 3.5: abs., κιττὸς ἐπιπλανώμενος Longus 1.2.
German (Pape)
[Seite 970] darauf umhergetrieben werden, umherirren; den aor. ἐπεπλανήθην hat Heliod. 3, 5; aber ἐπεπλανησάμην Democr. bei Clem. Al. str. 1 p. 357. Auch κιττὸς ἐπιπλανώμενος, der sich umrankt, Longus Pastor. 1, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπλᾰνάομαι: ἐπιπλάζομαι, γῆν Δημόκριτ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 357· ἐπιπολάζω, δακρύων τοῖς ὄμμασιν ἐπιπλανωμένων Ἡλιόδ. 7. 17, πρβλ. 3. 5· ἀπολ., κιττὸς ἐπιπλανώμενος, ἐφέρπων, Λόγγος Α. 2.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπλᾰνάομαι: (по чему-л.) (раз)носиться, странствовать (γῆν Democr.).