ἐπισκοπεία
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
ἡ, inspection, PTeb.5.189 (pl., ii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκοπεία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐπισκόπου, Ἐπιφάν. 1. 735.
Greek Monolingual
η (AM ἐπισκοπεία)
το αξίωμα του επισκόπου
μσν.- νεοελλ.
η χρονική περίοδος κατά την οποία ένας επίσκοπος ασκεί τα καθήκοντά του
αρχ.
επιτήρηση.