ἐπισκοπεία

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισκοπεία Medium diacritics: ἐπισκοπεία Low diacritics: επισκοπεία Capitals: ΕΠΙΣΚΟΠΕΙΑ
Transliteration A: episkopeía Transliteration B: episkopeia Transliteration C: episkopeia Beta Code: e)piskopei/a

English (LSJ)

ἡ, inspection, PTeb.5.189 (pl., ii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισκοπεία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐπισκόπου, Ἐπιφάν. 1. 735.

Greek Monolingual

η (AM ἐπισκοπεία)
το αξίωμα του επισκόπου
μσν.- νεοελλ.
η χρονική περίοδος κατά την οποία ένας επίσκοπος ασκεί τα καθήκοντά του
αρχ.
επιτήρηση.