ἐπιτάδουμα
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
English (LSJ)
v. ἐπιτήδευμα.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτάδουμα: τό, (= ἐπιτήδευμα), Ἐπιγρ. Κνωσίων ἐν Δήλῳ, Bull. d. cor. hell. IV. σ. 354 (δὶς αὐτόθι οὕτω).