ἐπιτήδευμα
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
English (LSJ)
Cret. ἐπιτάδουμα (SIG721.12 (Delos (decree of Cnossus), ii B.C.)), ατος, τό,
A pursuit, business, custom, τὰ ἐπιτηδεύματα τῆς χώρας Th.1.138, cf. 6.15; μάθημα ἢ ἐπιτήδευμα Pl.La.180a; πρὸς τίνα τέχνην ἢ τί ἐπιτήδευμα; Id.R.455a, cf. Euthd.275b; ἀρετὴ κάλλιστον τῶν ἐπιτηδευμάτων Isoc.10.54; τὰ καθ' ἡμέραν ἐπιτηδεύματα = everyday habits, Th.2.37, cf. Antipho 3.2.10, etc.; ἐπιτήδευμα πρὸς ὑμᾶς ἄλογον καὶ ἐς τὰ ἡμέτερα ἀξύμφορον Th.1.32; ἐπιτηδεύματα ἀρετῆς, ἐπιτηδεύματα καπηλείας, practice of.., Pl.Lg.711b,918a.
2 habit of life, Hp.Epid.1.23: pl., ways of living, Pl.Phdr.233d, Lg. 793d.
German (Pape)
[Seite 992] τό, die Beschäftigung, das Gewerbe, Studium, Lebensweise; ὅτι οὐδέν ἐστιν ἐπ. ἴδιον γυναικὶ πρὸς διοίκησιν πόλεως Plat. Rep. V, 455 b; ἢ μάθημα ἢ ἐπιτήδευμα καλόν Lach. 180 c; ἔκ τινος ἐπιτηδεύματος ἤ τινος ἤθους Legg. VI, 770 d; πρὸς τέχνην τινὰ ἢ ἄλλο ἐπ. Rep. V, 454 b; καὶ τὰ ἔθη Phaedr. 253 a; καπηλείας, ἀρετῆς, Beschäftigung mit, Legg. IV, 711 b XI, 918 a; τὰ τῆς χώρας ἐπ., die Einrichtungen, Sitten des Landes, Thuc. 1, 138; τὰ καθ' ἡμέραν ἐπ. 2, 37, die Beschäftigungen; εἰς τὸ θεῖον, herkömmliche Gottesverehrung, 7, 86; πρός τινα, das Benehmen gegen Einen, 1, 32; τὰ ἐν πενίᾳ καὶ νεότητι ἐπ. Dem. 24, 124, der Lept. 141 die Sitte Leichenreden zu halten so nennt; den ἔργα entsprechend Isocr. 2, 2 u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 chose dont on s'occupe, occupation, genre de vie;
2 τὰ ἐπιτηδεύματα = mœurs, habitudes de vie, coutumes : ἐπιτηδεύματα χώρας THC coutumes d'un pays ; τὰ καθ' ἡμέραν ἐπιτηδεύματα THC les habitudes de chaque jour.
Étymologie: ἐπιτηδεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτήδευμα: ατος τό
1 навык, привычка, обычай; pl. нравы, образ жизни (τὰ τῆς χώρας ἐπιτηδεύματα Thuc.): τὰ καθ' ἡμέραν ἐπιτηδεύματα Thuc. и κοινὰ ἐπιτηδεύματα Plut. обычаи и нравы, повседневная жизнь;
2 занятие (τέχνη τις ἢ ἄλλο ἐ. Plat.): καπηλείας ἐπιτηδεύματα Plat. занятия мелкой торговлей.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτήδευμα: τό, τὸ εἰς ὅ τι ἀσχολεῖταί τις, ἐργασία, ἀσχολία, ἐπάγγελμα, ἐνέργεια, συνήθεια, ἀκριβῶς ὡς τὸ Λατ. studium, institutum, τὰ τῆς χώρας ἐπιτηδεύματα Θουκ. 1. 138, πρβλ. 6. 15· ἢ μάθημα ἢ ἐπ. Πλάτ. Λάχ. 180Α· πρὸς τέχνην τινὰ ἢ ἄλλο ἐπ., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 454D, πρβλ. Εὐθύδ. 275Β· τὰ καθ᾿ ἡμέραν ἐπ., καθημεριναὶ συνήθειαι, Θουκ. 2. 37, πρβλ. Ἀντιφ. 122. 13· ἐπ. πρός τινα Θουκ. 1. 32· πρὸς ἀρετῆς ἐπιτηδεύματα Πλάτ. Νόμ. 711Β, 918Α. 2) δίαιτα, Foës. Οἰκ. Ἱππ.
Greek Monolingual
το (AM ἐπιτήδευμα) ἐπιτηδεύω
αυτό με το οποίο ασχολείται κανείς, το κύριο βιοποριστικό έργο, η καθημερινή ενασχόληση, το επάγγελμα (α. «φόρος επιτηδεύματος» β. «εἰς τὴν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ’ ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν», Θουκ.)
νεοελλ.
συνεκδ. ο φόρος που καταβάλλουν οι επαγγελματίες
μσν.
1. ικανότητα, επιτηδειότητα
2. ειδικότητα
3. πονηρία, τέχνασμα
4. συμπεριφορά
5. ασχολία
6. (για γυναίκα) ακκισμός, νάζι
αρχ.
1. τρόπος, συμπεριφορά
2. συνήθεια
3. πληθ. τα μέσα της ζωής («οἵ οὐκ ἐξ ἐπιθυμίας γεγόνασιν ἀλλ’ ἐξ ἑτέρων ἐπιτηδευμάτων», Πλάτ.).
Greek Monotonic
ἐπιτήδευμα: -ατος, τό, εργασία, ασχολία, επάγγελμα, ενέργεια, συνήθεια, Λατ. studium, σε Θουκ., Πλάτ.
Middle Liddell
ἐπιτήδευμα, ατος, τό,
a pursuit, business, practice, Lat. studium, Thuc., Plat. (from ἐπιτηδεύω).
English (Woodhouse)
avocation, business, custom, habit, occupation, practice, pursuit, study, vocation
Mantoulidis Etymological
(=ἐπάγγελμα, ἀσχολία). Ἀπό τό ἐπιτηδεύω τοῦ ἐπιτήδειος, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
Translations
habit
Albanian: shprehi, gojdhânë; Arabic: عَادَة; Armenian: սովորություն, սովորույթ; Aromanian: huchi; Assamese: অভ্যাস; Asturian: vezu; Azerbaijani: adət; Bashkir: ғәҙәт; Belarusian: звычай, звычка; Bengali: অভ্যাস; Breton: boaz; Bulgarian: навик; Burmese: ဝသီ, အလေ့အကျင့်; Catalan: costum; Chechen: ӏедал, ламаст; Chechen: ӏедал; Cherokee: ᎢᏯᏛᏁᎵᏓᏍᏗ; Chinese Cantonese: 習慣/习惯; Hakka: 習慣/习惯; Mandarin: 習慣/习惯; Min Nan: 習慣/习惯; Corsican: abitùdine; Crimean Tatar: adet; Czech: návyk, zvyk; Danish: vane; Dutch: gewoonte; Esperanto: kutimo; Estonian: harjumus; Even: хавкан; Evenki: татын, савкан; Faroese: vani; Finnish: tapa; French: habitude; Friulian: usance; Galician: hábito, costume; Georgian: ჩვევა, ჩვეულება; German: Gewohnheit, Habitus; Greek: συνήθεια; Ancient Greek: ἔθιμον, ἔθισμα, ἐθισμός, ἔθος, εἶδος, ἕξις, ἐπιτήδευμα, θέμις, μελέτη, συνήθεια, τὸ μεμαθηκός, τρόπος; Gujarati: ટેવ; Haitian Creole: abitid; Hausa: dabu'a; Hawaiian: hana maʻa; Hebrew: הֶרְגֵּל, מִנְהָג; Hindi: अभ्यास; Hungarian: szokás; Icelandic: vani, venja; Ido: kustumo; Igbo: omume; Indonesian: kebiasaan, adat; Interlingua: habitude; Irish: cleachtadh, gnás, béas, nós, taithí; Italian: abitudine, consuetudine; Japanese: 習慣; Javanese: adat; Jeju: 쿠세; Kazakh: әдет; Khmer: ទំលាប់; Korean: 습관(習慣), 버릇; Kurdish Northern Kurdish: edet; Kyrgyz: адат; Lao: ນິໄສ; Latin: habitus; Latvian: ieradums, paradums, paradums; Lithuanian: įprotis; Macedonian: навика; Malay: tabiat, kebiasaan, adat; Maltese: drawwa; Manx: cliaghtey, oash; Marathi: सवय; Mbyá Guaraní: eko; Mongolian Cyrillic: зан, зуршил; Nepali: अभ्यास; Ngazidja Comorian: twaɓia; Norwegian Bokmål: vane, sedvane; Nynorsk: vane, sedvane; Occitan: costuma, abitud; Old English: þēaw; Oriya: ଅଭ୍ୟାସ; Pashto: عادت; Persian: عادت; Plautdietsch: Sitten; Polish: nawyk inan, zwyczaj inan; Portuguese: hábito, costume; Punjabi: ਆਦਤ, ਆਦਤਾਂ; Romanian: obicei, habitudine; Romansch: disa, deisa, adüs; Russian: привычка, обычай, обыкновение, традиция; Sanskrit: अभ्यास; Scottish Gaelic: cleachdadh; Serbo-Croatian Cyrillic: навика, привика; Roman: navika, privika; Sicilian: abbitùtini; Slovak: zvyk, návyk; Slovene: navada; Somali: caado; Spanish: costumbre, hábito; Swedish: vana; Tajik: одат; Tatar: гадәт; Telugu: అలవాటు; Thai: นิสัย; Tocharian B: yakne; Turkish: alışkanlık, adet; Turkmen: endik, adat; Ukrainian: звичка; Urdu: عادت; Uyghur: ئادەت; Uzbek: odat; Vietnamese: thói quen; Volapük: kösömot; Walloon: abitude, alaedje; Welsh: arferiad; Yiddish: געוווינהייט