ἐπιψόγως
From LSJ
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
French (Bailly abrégé)
adv.
avec blâme.
Étymologie: ἐπίψογος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιψόγως: с порицанием, неодобрительно (λέγεσθαι Plut.).