ἐσβιβάζω

From LSJ

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source

French (Bailly abrégé)

ion. et anc. att. c. εἰσβιβάζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσβιβάζω: ἐσβολή, ἐσδέχομαι, ἐσδίδωμι, ἐσδύω, ἔσειμι, ἴδε εἰσβιβάζω, εἰσβολή, κτλ.

Greek Monotonic

ἐσβιβάζω: ἐσ-βολή, ἐσ-δέχομαι, ἐσ-δίδωμι, βλ. εἰσ-.