ἑτοιμοπωλεῖον
From LSJ
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
English (LSJ)
τό, cook-shop where dressed meats are sold, BGU 1647.6 (ii A. D.).
Greek Monolingual
ἑτοιμοπωλεῖον, τὸ (Α) ετοιμοπώλης
πάπ. μαγειρείο όπου παρασκευάζονται και πωλούνται έτοιμα φαγητά.