ἔκμαγμα
English (LSJ)
-ατος, τό,
A impression in wax, etc., Poll.9.131.
II = κροκόμαγμα, Hp.Steril.235.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I copia, retrato, calco semejante a una impresión en la cera, irón. ref. a un hijo adulterino λέων σοι γέγονεν, ἔ. σόν Ar.Th.514 (cód.), cf. Poll.9.131, Hsch.ε 290, Eust.1857.15.
II pasta, masa de azafrán, Hp.Steril.235, cf. Hp. en Gal.19.95.
German (Pape)
[Seite 768] τό, das Abgedrückte, der Abdruck, das Abbild, Sp.; Poll. 9, 131.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκμαγμα: τό, ἀποτύπωμα ἐπὶ κηροῦ, κτλ., Πολυδ. 9. 131· πρβλ. αὐτέκμαγμα.
Greek Monolingual
το (AM ἔκμαγμα)
το πανομοιότυπο αποτύπωμα μορφής ή σχήματος πάνω σε μαλακή ύλη
αρχ.
αποτύπωμα πάνω σε κερί.