κροκόμαγμα

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροκόμαγμα Medium diacritics: κροκόμαγμα Low diacritics: κροκόμαγμα Capitals: ΚΡΟΚΟΜΑΓΜΑ
Transliteration A: krokómagma Transliteration B: krokomagma Transliteration C: krokomagma Beta Code: kroko/magma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A residuum after the saffron-unguent has been expressed, Dsc.1.27, Asclep. ap. Gal.13.210, PMasp.141 ii a 23 (vi A. D.).
2 a compound drug, Damocr. ap. Gal.14.133, Paul. Aeg.7.12.

German (Pape)

[Seite 1512] τό, was bei der Bereitung des Saffranöls übrig bleibt, die holzigen Teile der Gewürze, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κροκόμαγμα: τό, «τὸ δὲ κροκόμαγμα γίνεται ἐκ τοῦ κροκίνου μύρου, τῶν ἀρωμάτων ἐκπιεσθέντων καὶ ἀναπλασθέντων» Διοσκ. 1. 26. 2) ἐν Δημοκρ. παρὰ Γαλην. 13. 905, Παῦλ. Αἰγ. 7. 12, 20, εἶναι σύνθετόν τι φάρμακον.

Greek Monolingual

κροκόμαγμα, το (AM)
είδος σύνθετου φαρμάκου
αρχ.
απόσταγμα κρόκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + μάγμα «αλοιφή» (< μάσσω «ζυμώνω»)].