ἔμβοθρος
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
ἔμβοθρον, like a pit or hole, sunken, Thphr. HP 9.3.1.
Spanish (DGE)
-ον
hundido, en forma de hoyo συντιθέασι παραπλησίαν σύνθεσιν τῆς τῶν ἀνθρακευόντων, πλὴν οὐκ ἔμβοθρον disponen una colocación (de los leños) semejante a la de los carboneros, sólo que no en un hoyo Thphr.HP 9.3.1, στόμα κοῖλον καὶ ἔμβοθρον Polem.Phgn.33 (p. 375).
German (Pape)
[Seite 806] in einer Grube, mit Gruben u. Vertiefungen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμβοθρος: -ον, ὁ ἔχων βόθρον, λάκκον, λακκωτός, Θεόφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 9. 3, 1.
Greek Monolingual
ἔμβοθρος, -ον (Α)
αυτός που έχει βόθρο, λάκκο.