ἔνδεκα

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

German (Pape)

[Seite 832] οἱ, αἱ, τά, elf, von Hom. an überall; οἱ ἕνδεκα, in Athen eine Behörde aus elf Männern, welche die Aufsteht über die Gefängnisse hatten u. die Vollstreckung der Strafen, bes. die Hinrichtung besorgten.

Greek Monolingual

και έντεκα, οι, τα (AM ἕνδεκα, οι, αι, τα)
1. (άκλ. απόλ. αριθμητ.) ποσότητα που αποτελείται από μια δεκάδα και μια μονάδα
2. οἱ ἕνδεκα
οι έντεκα μαθητές του Χριστού μετά την προδοσία του Ιούδα
νεοελλ.
φρ.
1. «χαθήκαμε κι οι έντεκα» — είμαστε εντελώς χαμένοι
2. φρ. το έντεκα