ἔπεσπον

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

French (Bailly abrégé)

ao.2 de ἐφέπω.

Greek Monotonic

ἔπεσπον: αόρ. βʹ του ἐφέπω.

Russian (Dvoretsky)

ἔπεσπον: aor. 2 к ἐφέπω.