ἔσκληκα
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
Full diacritics: ἔσκληκα | Medium diacritics: ἔσκληκα | Low diacritics: έσκληκα | Capitals: ΕΣΚΛΗΚΑ |
Transliteration A: ésklēka | Transliteration B: esklēka | Transliteration C: esklika | Beta Code: e)/sklhka |
intr. pf. of σκέλλω.
ἔσκληκα: pf. к σκέλλω.
ἔσκληκα: ἀμετάβ. πρκμ. τοῦ σκέλλω
ἔσκληκα: αμτβ. παρακ. του σκέλλω.