Φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Fear old age, for it never comes alone
ἔχεισθα: ποιητ. βʹ ενικ. του ἔχω.
ἔχεισθα: Sappho 2 л. sing. praes. ind. к ἔχω.