ἠλλάγην

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source

French (Bailly abrégé)

v. ἀλλάσσω.

Greek Monotonic

ἠλλάγην: [ᾰ], -άχθην, Παθ. Αόρ. βʹ και αʹ του ἀλλάσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἠλλάγην: и ἠλλάχθην aor. pass. к ἀλλάσσω.