ἠμφίεσμαι
From LSJ
French (Bailly abrégé)
v. ἀμφιέννυμι.
Greek Monotonic
ἠμφίεσμαι: Παθ. παρακ. του ἀμφιέννυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἠμφίεσμαι: pf. med. и pass. к ἀμφιέννυμι.
v. ἀμφιέννυμι.
ἠμφίεσμαι: Παθ. παρακ. του ἀμφιέννυμι.
ἠμφίεσμαι: pf. med. и pass. к ἀμφιέννυμι.