ἠφίετο

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. impf. Pass. ou Moy. de ἀφίημι.