ἡμίκενος
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
English (LSJ)
ἡμίκενον, half-empty, S.E.M. 5.77, Poll.5.133.
German (Pape)
[Seite 1168] halbleer, Poll. 5, 133.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίκενος: наполовину пустой (ἀμφορεὺς ἢ πλήρης ἢ ἡ. Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίκενος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ κενός, Σεξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 77, Πολυδ. Ε΄, 133.
Greek Monolingual
ἡμίκενος, -ον (Α)
κατά το ήμισυ κενός, μισοάδειος.