ἡμίπλευρος

English (LSJ)

v. ἡμίκοπος.

Greek Monolingual

-ον ἡμίπλευρος (Α)
κομμένος σε δύο μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πλευρος < πλευρά (πρβλ. άπλευρος, ισόπλευρος)].