ἡμίκοπος
From LSJ
θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
ἡμίκοπον,
A half-mangled, Glossaria on ἡμιδαμής, Sch.Opp.H.1.716; expld. by ἡμίπλευρος, Hsch.
II ἡμί-κοπον, τό, half-carcase, Sammelb.4630.16 (ii A.D.), PSI6.683.33 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1168] halb zerschnitten, Erkl. von ἡμιδαής, Schol. Opp. 1, 716.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίκοπος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ κεκομμένος, Σχόλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 716, ἑρμηνευόμενον διὰ τοῦ ἡμίπλευρος παρ᾿ Ἡσυχ.
Greek Monolingual
ἡμίκοπος, -ον (Α)
πάπ. κομμένος σε δύο ίσα μέρη.