ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes
[Seite 1171] ἡ, ion. = αἱμωδία, Hesych. Eben so ἡμωδιάω, = αἱμωδιάω, id.
ἡμωδία: ἡμωδιάω, Ἰων. ἀντὶ αἱμ-· ὡσαύτως Ἀττ. κατὰ τὸν Μοῖριν.