ἡμωδία

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source

German (Pape)

[Seite 1171] ἡ, ion. = αἱμωδία, Hesych. Eben so ἡμωδιάω, = αἱμωδιάω, id.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμωδία: ἡμωδιάω, Ἰων. ἀντὶ αἱμ-· ὡσαύτως Ἀττ. κατὰ τὸν Μοῖριν.