ἡρωογράφος

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source

German (Pape)

[Seite 1176] ὁ, Verfasser eines heroischen Gedichtes, Tzetz.

Greek (Liddell-Scott)

ἡρωογράφος: -ον, ἐπικ. ποιητής, Τζέτζ.

Greek Monolingual

ἡρωογράφος, -ον (Α)
συγγραφέας ηρωικού ποιήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως, -ωος + -γράφος].