ἡσυχαστήριον
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1178] τό, Einsiedelei, Kloster, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἡσῠχαστήριον: τὸ, ἀναχωρητήριον, μοναστήριον, διαμονὴ ἡσυχαστοῦ, Βυζ.
[Seite 1178] τό, Einsiedelei, Kloster, K. S.
ἡσῠχαστήριον: τὸ, ἀναχωρητήριον, μοναστήριον, διαμονὴ ἡσυχαστοῦ, Βυζ.