ἤμπλακον

From LSJ

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source

French (Bailly abrégé)

v. ἀμπλακίσκω.

Greek Monotonic

ἤμπλᾰκον: αόρ. βʹ του ἀμπλακίσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἤμπλακον: aor. 2 к ἀμπλακίσκω.