ἰκμαῖος

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰκμαῖος Medium diacritics: ἰκμαῖος Low diacritics: ικμαίος Capitals: ΙΚΜΑΙΟΣ
Transliteration A: ikmaîos Transliteration B: ikmaios Transliteration C: ikmaios Beta Code: i)kmai=os

English (LSJ)

ὁ, (ἰκμάς) epithet of Zeus, god of rain, Id.2.522, Nonn. D. 5.270.

Greek (Liddell-Scott)

ἰκμαῖος: ὁ, (ἰκμὰς) δίυγρος, ἐπίθ. τοῦ Διὸς ὡς τὸ ὑέτιος, Λατ. Jupiter fluvius, Ἀπολλ. Ροδ. Β. 522, Κλήμ. Ἀλ. 753.

Greek Monolingual

ἰκμαῖος, ὁ (Α) ικμάς
(ως επίθ. του Διός) αυτός που υγραίνει τη γή, αυτός που χαρίζει ικμάδα.