ἰκμαῖος
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
English (LSJ)
ὁ, (ἰκμάς) epithet of Zeus, god of rain, Id.2.522, Nonn. D. 5.270.
Greek (Liddell-Scott)
ἰκμαῖος: ὁ, (ἰκμὰς) δίυγρος, ἐπίθ. τοῦ Διὸς ὡς τὸ ὑέτιος, Λατ. Jupiter fluvius, Ἀπολλ. Ροδ. Β. 522, Κλήμ. Ἀλ. 753.
Greek Monolingual
ἰκμαῖος, ὁ (Α) ικμάς
(ως επίθ. του Διός) αυτός που υγραίνει τη γή, αυτός που χαρίζει ικμάδα.