ἱερακίδιον
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
τό, statuette of a hawk, Roussel Cultes Egyptiens 219 (Delos, ii B.C.).
Greek Monolingual
ἱερακίδιον, τὸ (Α)
μικρό άγαλμα γερακιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του ιέραξ].