ἱπποπώλης
From LSJ
Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick
[Seite 1260] ὁ, Pferdehändler.
ο
πωλητής ίππων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυο-πώλης οπωρο-πώλης.