ἱπποπώλης

From LSJ

Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick

Menander, Monostichoi, 280

German (Pape)

[Seite 1260] ὁ, Pferdehändler.

Greek Monolingual

ο
πωλητής ίππων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυο-πώλης οπωρο-πώλης.