ἱππόγλωσσος

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source

German (Pape)

[Seite 1259] mit einer Pferdezunge, Sp.

Greek Monolingual

ο
ζωολ.
γένος μεγάλων τελεόστεων ψαριών της οικογένειας πλευρονηκτίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hippoglossus < hippo (πρβλ. ίππος) + -glossus (πρβλ. -γλωσσος < γλώσσα)].