ἱππότας

From LSJ

κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος → grave, everlasting dwelling, everlasting dwelling place

Source

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἱππότης.

English (Slater)

ἱππότας horseman “ἱππόταις λαοῖς” (P. 4.153)

Russian (Dvoretsky)

ἱππότας: ου ὁ дор. = ἱππότης I.