ἱστιητόριον

English (LSJ)

v. ἑστιατόριον.

German (Pape)

[Seite 1270] τό, ion. = ἑστιατόριον, Her. 4, 35.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
ion. c. ἑστιατόριον.

Greek Monolingual

ἱστιητόριον και ἱστιατόριον, τὸ (Α)
εστιατόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. παράλλ. τ. του ἑστιατόριον. Για την ερμηνεία του - βλ. λ. εστία].

Russian (Dvoretsky)

ἱστιητόριον: ион. = ἑστιατόριον.