ἱστοθήκη

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source

German (Pape)

[Seite 1271] ἡ, dasselbe, Erkl. der Alten.

Greek Monolingual

ἱστοθήκη, ἡ (Α)
η ιστοδόκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + θήκη.