ἴδω

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

French (Bailly abrégé)

épq. ἴδωμι;
ῃς, ῃ;
sbj. ao.2 de *εἴδω.

English (Autenrieth)

see εἴδω (I.).

Greek Monotonic

ἴδω: Επικ. ἴδωμι, υποτ. του εἶδον.

Russian (Dvoretsky)

ἴδω: conjct. к εἶδον (см. εἴδω).