ἴσθμα

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴσθμα Medium diacritics: ἴσθμα Low diacritics: ίσθμα Capitals: ΙΣΘΜΑ
Transliteration A: ísthma Transliteration B: isthma Transliteration C: isthma Beta Code: i)/sqma

English (LSJ)

= ἄσθμα, and ἰσθμαίνω, = ἀσθμαίνω, Hsch. (also ἰσμ-, Id.).

Greek Monolingual

ἴσθμα, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἄσθμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε με συμφυρμό τών ἄσθμα και ἰσθμός].