κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
Full diacritics: ἴσθμα | Medium diacritics: ἴσθμα | Low diacritics: ίσθμα | Capitals: ΙΣΘΜΑ |
Transliteration A: ísthma | Transliteration B: isthma | Transliteration C: isthma | Beta Code: i)/sqma |
= ἄσθμα, and ἰσθμαίνω, = ἀσθμαίνω, Hsch. (also ἰσμ-, Id.).
ἴσθμα, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἄσθμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε με συμφυρμό τών ἄσθμα και ἰσθμός].