ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
pf. Pass. de ἱδρύω.
ἵδρῡμαι: Παθ. παρακ. του ἱδρύω.
ἵδρῡμαι: (ῑδ) pf. pass. к ἱδρύω.