ἵκηαι
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
English (LSJ)
Ep. for ἵκῃ, 2sg. aor. 2 subj. of ἱκνέομαι.
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. épq. sbj. ao.2 de ἱκνέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἵκηαι: эп. 2 л. sing. conjct. к ἱκνέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἵκηαι: Ἐπικ. ἀντὶ ἵκῃ, β΄, ἑνικ. τῆς ὑποτακτ. τοῦ ἀορ. β΄, τοῦ ἱκνέομαι, Ἰλ. Ζ. 143.
English (Autenrieth)
see ἱκνέομαι.
Greek Monotonic
ἵκηαι: Επικ. αντί ἵκῃ, βʹ ενικ. υποτ. αορ. βʹ του ἱκνέομαι.