ἵστασο

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. impér. prés. Moy. ou impf. Moy. de ἵστημι.

Greek Monotonic

ἵστᾰσο: προστ. Παθ. ενεστ. του ἵστημι.