Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀλεσίκαρπος

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

Greek (Liddell-Scott)

ὀλεσίκαρπος: -ον, ὁ καταστρέφων τὸ καρπόν, = ἡ ἰτέα, «διότι φθείρει τὰ ἔμβρυα ὅ τε καρπὸς αὐτῆς καὶ τὸ ἄνθος ἀποτριβούμενα ἐν ὕδατι καὶ πινόμενα» κτλ. Νεόφυτ. ἐν Γλωσσ. Ἰατρ. Χειρογρ. Δουκαγγ., ἴδε ὠλεσίκαρπος.