ὀλισθράζω
From LSJ
English (LSJ)
= ὀλισθάνω, Epich.35, Hp. ap. Gal.19.126.
German (Pape)
[Seite 323] = ὀλισθάνω, Hippocr. bei Gal.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλισθράζω: ὀλισθάνω, Ἐπίχαρμ. 19. 9 Ahr., Ἱππ. ἐν Γαλην. Λεξ. 534.
Greek Monolingual
ὀλισθράζω (Α)
ολισθαίνω, γλιστρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστ. ενεστ. από το θ. ὀλισθ- του ὀλισθάνω (πρβλ. ολιβράζω)].