ὀμφά

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78

French (Bailly abrégé)

dor. c. ὀμφή.

Russian (Dvoretsky)

ὀμφά: ἡ дор. = ὀμφή.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμφά: «ὀσμή. Λάκωνες» Ἡσύχ.

English (Slater)

ὀμφά
   a voice ἁδεῖαί γε μὲν ἀμβολάδαν ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίων μιν ὀμφαὶ κώμασαν (N. 10.34) Δ[ιὸ]ς δ' ἄκ[ουσεν ὀ]μφάν (supp. Bury) Δ. 2. 2. μελισσο- τεύκτων κηρίων ἐμὰ γλυκερώτερος ὀμφά fr. 152.
   b sound χαλκ]έοπ' αὐλῶν ὀμφάν (Pae. 3.94) κελαδεννᾷ σὺν μελιγάρυι παιᾶνος ἀγακλέος ὀμφᾷ (Pae. 5.48) ἀχεῖ τ ὀμφαὶ μελέων σὺν αὐλοῖς fr. 75. 18.