ὀξυντέον
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
one must pronounce with the acute accent, Sch.Il.15.445.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξυντέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ ὀξύνω, δεῖ ὀξύνειν, δηλ. ὀξυτονεῖν, Σχόλ. Ἑνετ. εἰς Ἰλ. Ο. 445· ― ὀξυτονητέον, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α΄, 132.