ὀργάνιον
From LSJ
English (LSJ)
τό, Dim. of ὄργανον, AP5.190 (Mel.), M.Ant. 10.38.
German (Pape)
[Seite 368] τό, dim. von ὄργανον, Mel. 64 (V, 191).
Russian (Dvoretsky)
ὀργάνιον: (ᾰ) τό (небольшое) орудие, принадлежность (κώμων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀργάνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ὄργανον, Ἀνθ. Π. 5. 101.