ὀρνεώτης
From LSJ
English (LSJ)
ὀρνεώτου, ὁ, = ὀρνιθευτής, Poll.7.198.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνεώτης: -ου, ὁ, = ὀρνιθευτής, Πολυδ. Ζ΄ 198.
Greek Monolingual
ὀρνεώτης, ὁ (Α)
κυνηγός πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + κατάλ. -ώτης (πρβλ. θιασώτης)].
Full diacritics: ὀρνεώτης | Medium diacritics: ὀρνεώτης | Low diacritics: ορνεώτης | Capitals: ΟΡΝΕΩΤΗΣ |
Transliteration A: orneṓtēs | Transliteration B: orneōtēs | Transliteration C: orneotis | Beta Code: o)rnew/ths |
ὀρνεώτου, ὁ, = ὀρνιθευτής, Poll.7.198.
ὀρνεώτης: -ου, ὁ, = ὀρνιθευτής, Πολυδ. Ζ΄ 198.
ὀρνεώτης, ὁ (Α)
κυνηγός πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + κατάλ. -ώτης (πρβλ. θιασώτης)].