ὀροκάρυον
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], τό, mountain-nut, a tree which grows near the Black Sea, Str.12.3.12.
German (Pape)
[Seite 385] τό, Bergnuß, ein am Schwarzen Meere wachsender Baum, Strab. 12, 3, 12; nach Einigen ὀρόκορνον, cornus montana.
Greek (Liddell-Scott)
ὀροκάρυον: τό, τὸ ὀρεινὸν κάρυον, δένδρον τι φυόμενον πλησίον τοῦ Εὐξείνου Πόντου, Στράβ. 546· ἕτεροι ἀναγινώσκουσιν ὀρόκορνον, Λατ. cornus montana.
Greek Monolingual
ὀροκάρυον, τὸ (Α)
είδος δένδρου το οποίο φύεται σε περιοχές που περιβρέχονται από τον Εύξεινο Πόντο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορο- (βλ. λ. όρος [II]) + κάρυον «καρύδι»].